Ἄλφ' — Ἄλπι , Ἄλπις fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άλφα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 190 μ., 320 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μυλοποτάμου του νομού Ρεθύμνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γεροποτάμου. * * * το (Α ἄλφα) (άκλιτο) 1. το πρώτο γράμμα τού ελληνικού αλφαβήτου (Α, α) 2. φρ. «δεν ξέρει ούτε το… … Dictionary of Greek
αλφός — ο (Α ἀλφός) (λέγεται για το χρώμα τού προσώπου τών λεπρών) λευκός, υπόλευκος ή αυτός που έχει λευκές κηλίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἀλφὸς συνδέεται πιθ. ετυμολογικά με την ΙΕ ρίζα *al «λευκός, στιλπνός» και είναι συγγενής με τα λατ. albus, ουμβρ. alfu.… … Dictionary of Greek
κριμνήστις — κριμνῆστις (Α) (κατά τον Ησύχ.) «εἶδος πλακοῡντος». [ΕΤΥΜΟΛ. < Ο τ. κριμν ήσ τις < *κριμν ήδ τις < κρῖμνον + ήδ τις (< ἔδω «τρώγω»), πρβλ. αλφ ηστής] … Dictionary of Greek
κρυπτάδιος — κρυπτάδιος, ον, θηλ. και ία (Α) 1. κρυφός, μυστικός, λαθραίος («κρυπταδίη φιλότητι μιγήμεναι», Ομ. Ιλ.) 2. το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) κρυπτάδια κρυφά, μυστικά, λαθραία. επίρρ... κρυπταδίως (Α) κρυφά, λαθραία, μυστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρυπτός + κατάλ … Dictionary of Greek
λήιτον — λήϊτον και (κατά τον Ησύχ.) λάϊτον, τὸ (Α) 1. βουλευτήριο, πρυτανείο («ἔργεσθαι τοῡ ληΐτου αὐτοὶ φυλακὰς ἔχουσι [λήϊτον δὲ καλέουσι τὸ πρυτανήϊον οἱ Ἀχαιοί]», Ηρόδ.) 2. η πολιτεία, το δημόσιο, το κράτος («λήϊτον γὰρ τὀ δημόσιον ἔτι νῡν Ἕλληνες… … Dictionary of Greek
μανναδόχος — μανναδόχος, ον (AM, Μ και μαννοδόχος, ον) 1. αυτός που περιέχει το μάννα («ὁ μανναδόχος στάμνος») 2. μτφ. ως επίκληση τής Θεοτόκου («στάμνε μανναδόχε..., Μαρία Θεοτόκε», Αλφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μάννα (III) + δόχος (< δέχομαι), πρβλ. καπνο δόχος] … Dictionary of Greek
ωμηστής — ὁ, ΜΑ, και δωρ. τ. ὠμηστάς Α 1. αυτός που τρώγει ωμό κρέας («ὑπ ὠμηστῶν κυνῶν», Σοφ.) 2. μτφ. (για πρόσ.) σκληρός, απάνθρωπος αρχ. 1. (ως προσωνυμία τού Διονύσου και τού Πανός) αυτός προς τιμήν τού οποίου γίνονται ανθρωποθυσίες («ὠμηστὴς… … Dictionary of Greek